- βασίλευσε
- βασιλεύωto be kingaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καρολίγγειοι ή Καρολίδες ή Καρλοβιγγειανοί — Ονομασία των εκπροσώπων της δεύτερης γαλλικής δυναστείας, η οποία διαδέχθηκε τη δυναστεία των Μεροβιγγείων και βασίλευσε στη Γαλλία από το 752 έως το 987. Τα παλαιότερα, ιστορικώς εξακριβωμένα μέλη της οικογένειας είναι ο Αρνούλφος, επίσκοπος του … Dictionary of Greek
Νεοπτόλεμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν ήρωας, γιος του Αχιλλέα και της Διηδάμειας, θυγατέρας του Λυκομήδη· ο N., ο οποίος ονομαζόταν και Πύρρος, ανατράφηκε στο ανάκτορο του παππού του στη Σκύρο. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Ν.… … Dictionary of Greek
Όλαφ — Όνομα έξι βασιλιάδων της Νορβηγίας. 1. Ό. A’ Τρύγκβεσσαιν (995 1000). Μεταστράφηκε στον χριστιανισμό και επέβαλε τη νέα θρησκεία στη Νορβηγία, στην Ισλανδία και στη Γροιλανδία. Σκοτώθηκε πολεμώντας εναντίον συνασπισμού των Δανών, των Σουηδών και… … Dictionary of Greek
Τούθμωσις — Όνομα Αιγύπτιων φαραώ της 18ης δυναστείας. Αναφέρονται και με τα ονόματα Θούθμωσις και Τουθ Μες. 1. Τ. A’. Διαδέχτηκε στον θρόνο τον πατέρα του Αμέναθι και βασίλευσε από το 1540 έως το 1515 π.Χ. Είχε επεκτείνει τις κτήσεις της Νουβίας και είχε… … Dictionary of Greek
Σαμανίδες — Μουσουλμανική δυναστεία που βασίλευσε στην ανατολική Περσία και στην Υπεροξανία μεταξύ 9ου και 10ου μ.Χ. αι. Υπήρξε σπουδαία γιατί ήταν η πρώτη εθνική περσική δυναστεία μετά την αραβική κατάκτηση και γιατί έδωσε μεγάλη ώθηση στην πνευματική και… … Dictionary of Greek
Σασσανίδες — Περσική δυναστεία που βασίλευσε στην Περσία από το 226 ως το 650 μ.Χ., από την πτώση δηλαδή των Αρσακιδών, ιδρυτών του βασιλείου των Πάρθων, ως την αραβική κατάκτηση της περσικής αυτοκρατορίας. Ιδρυτής της δυναστείας υπήρξε ο νεαρός βασιλιάς… … Dictionary of Greek
αεροπός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Απόγονος του Τημένου, που ανήκε στο γένος των Ηρακλειδών, και αδελφός του Περδίκκα, ιδρυτή της μακεδονικής δυναστείας. Μαζί με τον Περδίκκα κι έναν τρίτο αδελφό, τον Γαυάνη, ο Α. είχε καταφύγει στη Λέβαια της Μακεδονίας από… … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek